- εξκαιδεκάκροτος
- ἑξκαιδεκάκροτος, -ον (Α)αυτός που έχει δεκαέξι κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ και δέκα «δεκαέξι» + κρότος «θόρυβος τών κουπιών, κουπιά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξκαιδεκακρότων — ἑξκαιδεκάκροτος with sixteen oars masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)